- διανεμητικός
- -ή, -ό (Α διανεμητικός, -ή, -όν) [διανέμω]1. ικανός να διανέμει το σύνολο ή μέρος τού συνόλου, μεριστικός2. αυτός που μπορεί να διανεμηθείνεοελλ.φρ. διανεμητικά αριθμητικάα) στην Αρχαία Ελληνική, σύνθετα αριθμητικά που σχηματίζονται με την πρόθεση συν + το απόλυτο αριθμητικό για να εκφράσουν διανομή (π.χ. σύνδυο, σύντρειςανά δύο, ανά τρεις)β) στη Νέα Ελληνική εκφράζονται είτε ως εμπρόθετοι προσδιορισμοί (ανά δύο, ανά τρεις κ.λπ.) είτε με διπλασιασμό τού απόλυτου αριθμητικού (δύο δύο, τρεις τρεις κ.λπ.).
Dictionary of Greek. 2013.